βλητόν

βλητόν
βλητός
stricken
masc acc sg
βλητός
stricken
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βλῆτον — βάλλω throw aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”